Με τις διαπραγματεύσεις προσχώρησης των υποψήφιων προς ένταξη χώρων (Δανίας, Ηνωμένου Βασίλειου, Νορβηγίας, Ιρλανδίας), να μην έχουν ξεκινήσει, στις 27 Νοεμβρίου 1967 ο στρατηγός de Gaulle, σε συνέντευξη τύπου επικαλούμενος την οικονομική ασυμβατότητα της Βρετανίας με τους κοινοτικούς κανόνες, ανακοίνωσε την άσκηση veto (αρνησικυρίας) ως προς την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, προτείνοντας παράλληλα τη δημιουργία μιας εμπορικής σύνδεσης με τις υποψήφιες χώρες. Το veto ασκήθηκε και επίσημα στις 19 Δεκεμβρίου 1967.
Στο Παρίσι κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι με το Ηνωμένο Βασίλειο ως μέλος της Κοινής Αγοράς ακόμη και με την αποδοχή των όρων των Συνθηκών, θα οδηγούσε σε μετασχηματισμό της Κοινότητας και θα κατέληγε στη δημιουργία μιας ενιαίας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών. Γενικότερα ο Πρόεδρος de Gaulle’s θεωρούσε ότι η χώρα του σε μια διευρυμένη κοινότητα, θα καλούνταν να ξεπεράσει περισσότερα εμπόδια ως προς την υποστήριξη των οικονομικών της συμφερόντων. Πέραν τούτου, Γαλλία και Βρετανία είχαν διαφορές και σε θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Ο Γάλλος Πρόεδρος, ανησυχούσε για την απώλεια της ηγετικής θέσης της Γαλλίας με την ένταξη νέων κρατών-μελών τη στιγμή που ο Βρετανός Πρωθυπουργός Harold Wilson υποστήριζε τη συμμετοχή των ΗΠΑ στην άμυνα της Ευρώπης και ήταν κατά της προοπτικής δημιουργίας μια ευρωπαϊκής πυρηνικής δύναμης.
Ωστόσο, τα υπόλοιπα κράτη-μέλη προσπαθούσαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση προκειμένου να συνεχιστούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τις υποψήφιες χώρες. Εν τέλει, αυτό έγινε εφικτό προς τέλη Απρίλιου του 1969 και μετά όταν έληξε η θητεία του Charles de Gaulle’s από τη θέση του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Πρόκειται για το δεύτερο veto που άσκησε ο Πρόεδρος de Gaulle αναφορικά με την ενταξιακή πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Το πρώτο το ανακοίνωσε σε συνέντευξη τύπου στις 14 Ιανουαρίου 1963 επικαλούμενος όπως και το 1967 ασυμβατότητες οικονομικών συμφερόντων. Έτσι, στις 28 Ιανουαρίου 1963 οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις διακόπηκαν.
Ο Πρόεδρος de Gaulle ανησυχούσε ότι η Κοινή Γεωργική Πολιτική θα δοκιμάζονταν και ότι υπήρχε κίνδυνος μετατροπής της ΕΟΚ σε ζώνη ελεύθερων συναλλαγών. Στο κομμάτι της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής θεωρούσε ότι η είσοδος του Ηνωμένου Βασιλείου στις Κοινότητες θα δημιουργούσε κίνδυνο εμπλοκής των ΗΠΑ στα ευρωπαϊκά πράγματα ενώ παράλληλα φοβόνταν την πυρηνική συνεργασία ΗΠΑ-Βρετανίας.