Το Κοινοβούλιο εγκρίνει την οδηγία για τις υπηρεσίες, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς υπηρεσιών της ΕΕ. Οι ευρωβουλευτές διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην επίτευξη συμφωνίας για αυτό το επίμαχο θέμα.
Το Κοινοβούλιο εγκρίνει την οδηγία για τις υπηρεσίες, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς υπηρεσιών της ΕΕ. Οι ευρωβουλευτές διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην επίτευξη συμφωνίας για αυτό το επίμαχο θέμα.
Στα πλαίσια του Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, οι Υπουργοί των Εξωτερικών και των Υπουργοί Άμυνας, συνεδριάζουν από κοινού για πρώτη φόρα.
Μεταξύ των άλλων θεμάτων που περιελάμβανε η ατζέντα, ένα από τα σημεία συζητήθηκαν το οποίο αφορούσε το κομμάτι της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ήταν η προετοιμασία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (10-11 Δεκέμβριου 1999). Ειδικότερα «Το Συµβούλιο “Γενικές Υποθέσεις”, µε τη συµµετοχή των Υπουργών Άµυνας, συζήτησε τη συνέχεια που δίδεται στα συμπεράσματα της Κολωνίας όσον αφορά την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, προκειμένου να δώσει κατευθύνσεις στην Προεδρία για την εκπόνηση της έκθεσης προόδου προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι. Οι εργασίες κάλυψαν τόσο τις στρατιωτικές όσο και τις µη στρατιωτικές πλευρές της διαχείρισης κρίσεων. Η Προεδρία θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι δύο εκθέσεις οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοενισχύονται, υπογραµµίζοντας τόσο την ικανότητα της Ένωσης να χρησιμοποιεί όλο το φάσμα των πολιτικών, οικονομικών, ανθρωπιστικών και στρατιωτικών µέσων όσο και την αποφασιστικότητά της να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των µέσων αυτών».
Ένα ακόμη σημείο που συζητήθηκε σχετικό με την ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας, αφορούσε το κομμάτι των εξοπλισμών. Συγκεκριμένα, «Το Συµβούλιο σηµείωσε τις εργασίες που έχουν πραγµατοποιηθεί στον τοµέα της ευρωπαϊκής πολιτικής εξοπλισµών. Τόνισε τη σηµασία της συνεργασίας στον τοµέα αυτόν, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άµυνας, και ζήτησε από τα αρµόδια όργανά του να συνεχίσουν τις εργασίες τους, µεταξύ άλλων και όσον αφορά την δυνατότητα καθοριστεί µια κοινή θέση βάσει των µελλοντικών εξελίξεων στον τοµέα της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άµυνας».
Επιπλέον, ένα από τα σημεία που εγκρίθηκαν χωρίς συζήτηση, αφορούσε το διορισμό του Javier Solana ως Γενικού Γραμματέα της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Πιο Ειδικά, «Το Συµβούλιο, λαµβάνοντας υπόψη τη γνώµη αριθ. 6/99 της Πολιτικής Επιτροπής, της 8ης Νοεµβρίου 1999, αποφάσισε ότι ο κ. Javier SOLANA MADARIAGA, Γενικός Γραµµατέας/Ύπατος Εκπρόσωπος για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µπορεί να αποδεχθεί τη θέση και να εκτελεί τα καθήκοντα του Γενικού Γραµµατέα της ΔΕΕ επιπλέον των καθηκόντων του ως Γενικού Γραµµατέα/Ύπατου Εκπροσώπου. Σηµειωτέον ότι ο κ. Javier SOLANA αναµένεται ότι σύντοµα θα διοριστεί ως Γενικός Γραµµατέας της ΔΕΕ και θα αναλάβει τα καθήκοντά του στις 25 Νοεµβρίου 1999, µετά τη λήξη της θητείας του σηµερινού Γενικού Γραµµατέως κ. José CUTILEIRO»
Η ΔΕΕ (μαζί με το ΝΑΤΟ) αποτελούσε τον βασικό εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 2000 η ΔΕΕ συμφώνησε να μεταφέρει σταδιακά τις δυνατότητες και τα καθήκοντά της στην κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Τελικά, η ΔΕΕ έπαυσε να υφίσταται τον Ιούνιο του 2011.
Σήμερα, ο Πρόεδρος της Ινδονησίας, κ. Joko Widodo, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Ursula von der Leyen , εξ ονόματος της ΕΕ, και οι ηγέτες της Διεθνούς Ομάδας Εταίρων (IPG), υπό την κοινή ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας, και συμπεριλαμβανομένων του Καναδά, της Δανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Νορβηγίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, δρομολόγησαν εταιρική σχέση δίκαιης ενεργειακής μετάβασης (JETP) με την Ινδονησία κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της εταιρικής σχέσης για τις παγκόσμιες υποδομές και επενδύσεις (PGII) στη Σύνοδο Κορυφής της G20, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 15-16 Νοεμβρίου 2022 στο Μπαλί.
Σε κοινή δήλωση, η Ινδονησία και οι διεθνείς εταίροι ανακοίνωσαν τη δέσμευση για ρηξικέλευθους στόχους για το κλίμα και τη σχετική χρηματοδότηση για τη στήριξη της ασιατικής χώρας σε μια φιλόδοξη και δίκαιη ενεργειακή μετάβαση, η οποία συνάδει με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού και συμβάλλει στην τήρηση του στόχου να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5 °C.
Περιλαμβάνει μια ταχύτερη πορεία μείωσης των εκπομπών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας σε μηδενικές καθαρές εκπομπές έως το 2050 και μια στρατηγική που βασίζεται στην επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη σταδιακή κατάργηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα και εκτός δικτύου, καθώς και περαιτέρω δεσμεύσεις για κανονιστικές μεταρρυθμίσεις και ενεργειακή απόδοση.
Η ΕΕ, από κοινού με τους διεθνείς εταίρους, θα στηρίξει την Ινδονησία στις προσπάθειές της να αναπτύξει ένα επενδυτικό σχέδιο που θα την θέσει στη σωστή πορεία για την επίτευξη σημαντικών νέων κλιματικών στόχων και πολιτικών για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τη στήριξη των κοινοτήτων που επηρεάζονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων για την επίτευξη δίκαιης ενεργειακής μετάβασης για τους εργαζομένους και τις κοινότητες, ιδίως για εκείνους που πλήττονται περισσότερο από την ενεργειακή μετάβαση με την εγκατάλειψη του άνθρακα, αποτελεί ουσιαστική πτυχή της παρούσας εταιρικής σχέσης.
Η Ινδονησία, η ΕΕ και οι εταίροι θα συνεργαστούν στενά κατά τους επόμενους έξι μήνες για την εκπόνηση του συγκεκριμένου αυτού σχεδίου για επενδύσεις, χρηματοδότηση και τεχνική βοήθεια.
Συνολικά, στόχος αυτής της μακροπρόθεσμης εταιρικής σχέσης με την Ινδονησία είναι η κινητοποίηση αρχικής δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης ύψους 20 δισ. δολαρίων (περίπου 19,4 δισ. ευρώ) για περίοδο τριών έως πέντε ετών, με τη χρήση ενός συνδυασμού επιχορηγήσεων, δανείων με ευνοϊκούς όρους, δανείων με επιτόκιο αγοράς, εγγυήσεων και ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτό θα προετοιμάσει το έδαφος για την επίτευξη των μελλοντικών φιλόδοξων στόχων για το κλίμα και την ενέργεια.
Το ήμισυ του ποσού αυτού, 10 δισ. δολάρια, θα κινητοποιηθεί από τα μέλη της IPG. Η ΕΕ και τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν στην IPG προτίθενται να κινητοποιήσουν περίπου 2,5 δισ. δολάρια. Από το ποσό αυτό, η ΕΕ θα στηρίξει την εταιρική σχέση μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) με 1 δισ. δολάρια για τη στήριξη επιλέξιμων έργων που συμβάλλουν στην απαλλαγή του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της Ινδονησίας από τις ανθρακούχες εκπομπές μέσω της ανάπτυξης και της ενσωμάτωσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επιπλέον, η ΕΕ θα διαθέσει 25 εκατομμύρια σε επιχορηγήσεις και τεχνική βοήθεια.
Η σημερινή κοινή εταιρική σχέση ενεργειακής μετάβασης με την Ινδονησία είναι η δεύτερη του είδους της μετά τη δρομολόγηση της JETP με τη Νότια Αφρική στο πλαίσιο της COP26 στη Γλασκόβη. Οι εν λόγω εταιρικές σχέσεις αποτελούν ισχυρό παράδειγμα δράσης μέσω παγκόσμιας συνεργασίας μεταξύ αναδυόμενων οικονομιών και διεθνών εταίρων για την από κοινού αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Η Επίτροπος Καινοτομίας, Έρευνας, Πολιτισμού, Εκπαίδευσης και Νεολαίας κ. Mariya Gabriel και ο Υπουργός Βιομηχανίας και Τεχνολογίας της Τουρκίας κ. Mustafa Varank, συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο του πρώτου διαλόγου υψηλού επιπέδου ΕΕ-Τουρκίας για την επιστήμη, την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία. Ο διάλογος εστίασε σε πτυχές της Πράσινης Συμφωνίας, όπως η πράσινη βιομηχανική παραγωγή, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι κλιματικά ουδέτερες και έξυπνες πόλεις. Δόθηκε επίσης έμφαση στη συμβολή της εκπαίδευσης και της κατάρτισης στην προώθηση της καινοτομίας και της μεταφοράς τεχνολογίας.
Από το 2003, η Τουρκία είναι βασικός εταίρος στα προγράμματα έρευνας και καινοτομίας της ΕΕ. Συνδέεται επίσης με διάφορα προγράμματα της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027: με το πρόγραμμα «Ορίζων Ευρώπη», το Erasmus+ και το Ευρωπαϊκό Σώμα Αλληλεγγύης.
Και οι δύο πλευρές επιβεβαίωσαν την πρόθεσή τους να ενισχύσουν τη στενή συνεργασία τους σε αυτούς τους τομείς για αμοιβαία οφέλη που απορρέουν από την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
Η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της υπέγραψαν σήμερα νέα Συμφωνία εταιρικής σχέσης με τα μέλη του Οργανισμού Κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΟΚΑΚΕ), η οποία θα χρησιμεύσει ως γενικό νομικό πλαίσιο για τις σχέσεις τους κατά την προσεχή εικοσαετία. Η συμφωνία αυτή διαδέχεται τη συμφωνία του Κοτονού και θα είναι γνωστή ως η «Συμφωνία της Σαμόας». Η Συμφωνία καλύπτει θέματα όπως η βιώσιμη ανάπτυξη και μεγέθυνση τα ανθρώπινα δικαιώματα, και η ειρήνη και η ασφάλεια.
Η ονομασία της Συμφωνίας αποφασίστηκε κατά την 46η Σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών ΑΚΕ-ΕΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε αμέσως πριν από την τελετή υπογραφής, επίσης στη Σαμόα.
Η νέα Συμφωνία εταιρικής σχέσης καθορίζει κοινές αρχές και καλύπτει τους ακόλουθους τομείς προτεραιότητας: ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία και διακυβέρνηση· ειρήνη και ασφάλεια· ανθρώπινη και κοινωνική ανάπτυξη· βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη· περιβαλλοντική βιωσιμότητα και κλιματική αλλαγή· μετανάστευση και κινητικότητα.
Η Συμφωνία περιλαμβάνει μια κοινή βάση, που ισχύει για όλα τα μέρη, σε συνδυασμό με τρία περιφερειακά πρωτόκολλα για την Αφρική, την Καραϊβική και τον Ειρηνικό, με εστίαση στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε περιοχής.
Τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ και τα 79 κράτη της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού αντιπροσωπεύουν από κοινού περίπου 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους και περισσότερες από τις μισές έδρες στα Ηνωμένα Έθνη. Με τη νέα αυτή Συμφωνία, τα μέρη θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν καλύτερα αναδυόμενες ανάγκες και παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή, η διακυβέρνηση των ωκεανών, η μετανάστευση, η υγεία, η ειρήνη και η ασφάλεια.
Η προσωρινή εφαρμογή της Συμφωνίας θα αρχίσει την 1η Ιανουαρίου 2024. Η Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ με έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικύρωσή της από τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και τουλάχιστον τα δύο τρίτα των μελών του ΟΚΑΚΕ.
Η εταιρική σχέση ΑΚΕ-ΕΕ είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο ολοκληρωμένα πλαίσια συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών. Το προηγούμενο νομικό πλαίσιο για την εταιρική σχέση, η Συμφωνία του Κοτονού, υπογράφηκε το 2000. Οι διαπραγματεύσεις μετά τη συμφωνία του Κοτονού ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2018, υπό την ηγεσία του Επιτρόπου Neven Mimica, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Οι επικεφαλής διαπραγματευτές μονογράφησαν τη νέα Συμφωνία τον Απρίλιο του 2021. Το Συμβούλιο εξέδωσε Απόφαση σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή της Συμφωνίας στις 20 Ιουλίου 2023.